σαπινδίδες

σαπινδίδες
(Sapindaceae). Οικογένεια δέντρων. Είναι ιθαγενή της Άπω Ανατολής, συγγενικά με τις ιπποκαστανίδες, που, μαζί με τις οικογένειες των Ανακαρδιιδών, των Ακεριδών, των Ρουτιδών ή, κατ’ άλλους, των Σταφυλεϊδών, ανήκουν στην τάξη των σαπινδωδών (δικοτυλήδονα). Αρκετά γνωστό ως καλλωπιστικό φυτό είναι η κοιλρεουτερία η φοβοειδής, δέντρο που κατάγεται από την Κίνα. Έχει φύλλα επαλλάσσοντα, φτερωτά, περιττόληκτα, πρασινόφαια, στιλπνά, και άνθη μικρά, ετερόζυγα, με ωραίο κίτρινο χρώμα. Κατά τα τελευταία χρόνια, η κοιλρεουτερία άρχισε να χρησιμοποιείται σε δεντροστοιχίες της Αθήνας. Εκτός από αυτό το είδος, πρέπει να αναφερθούν, από την ίδια οικογένεια, τα διάφορα είδη του γένους νεφέλιο, που παράγουν τους χαρακτηριστικούς καρπούς «λίτσι», το εδώδιμο μέρος των οποίων είναι το σαρκίο που περιβάλλει το σπέρμα.
* * *
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη σαπινδώδη και περιλαμβάνει 150 γένη με 2.000 περίπου είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. sapindaceae < sapindus (βλ. λ. σάπινδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δωδωναία — η βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας σαπινδίδες που περιλαμβάνει 50 είδη …   Dictionary of Greek

  • καρδιόσπερμο — (Cardiospermum). Γένος φυτών της οικογένειας των σαπινδοειδών, που περιλαμβάνει 15 είδη ιθαγενή της Νότιας Αμερικής. Πρόκειται για φυτά ποώδη ή θαμνώδη και ελικοειδή αναρριχητικά, οι σπόροι των οποίων φέρουν ένα λευκό καρδιόσχημο στίγμα. Το… …   Dictionary of Greek

  • κοιλρεουτέρια — Φυλλοβόλο δέντρο μεσαίου μεγέθους, της οικογένειας των σαπινδιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι κ. η φοβοειδής, προς τιμήν του Γερμανού βοτανολόγου Joseph Kolreuter. Η κ. έχει κατ’ εναλλαγή, φτεροειδή φύλλα, με 7 15 ωοειδή ή… …   Dictionary of Greek

  • λιτσί — το βοτ. ονομασία τού καρπού τού δένδρου Litchi chinensis, το οποίο ανήκει στην οικογένεια σαπινδίδες …   Dictionary of Greek

  • μελίκοκκος — ο βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαπινδίδες …   Dictionary of Greek

  • ραμπουτάν — το, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία τού αγγειόσπερμου δικότυλου φυτού τής Μαλαισίας Nephelium lappaceum τής οικογένειας σαπινδίδες 2. ο εδώδιμος καρπός τού δέντρου αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rambutan < μαλαισιακό rambutan (< rambut «μαλλιά, τρίχα» …   Dictionary of Greek

  • σάπινδος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαπινδίδες τής τάξης σαπινδώδη, τής οποίας θεωρείται ως τυπικός εκπρόσωπος, και τού οποίου οι καρποί περιέχουν έως και 37% σαπωνίνες και σχηματίζουν άφθονο αφρό στο νερό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”